- φραγμός
- ο1. φράχτης, φράγμα, διάφραγμα, διαχώρισμα.2. μτφ., καθετί που αναχαιτίζει, παρεμποδίζει, το εμπόδιο, το κώλυμα, το πρόσκομμα: Είναι αδίσταχτος, δεν έχει κανένα φραγμό στα σχέδιά του.3. η οδοντοστοιχία: Άμα τα πει και το φραγμό περάσουν των δοντιών του.4. οργάνωση πυκνού δικτύου πυρός, που εμποδίζει την εισχώρηση ή παραμονή του εχθρού σε εδαφική περιοχή ή που πετυχαίνει διάφορους άλλους αντικειμενικούς σκοπούς.5. (ναυτ.), προκαθορισμένη θαλάσσια ζώνη όπου κινούνται ανιχνευτικά πλοία σε προκαθορισμένες γραμμές, ώστε να αποκλείεται η εισχώρηση εχθρικού σκάφους χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.